Ἑρμαγόρου

Ἑρμαγόρου
Ἑρμαγόρου
Ἑρμαγόρας
masc gen sg

Morphologia Graeca. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ἑρμαγόρου — Ἑρμαγόρας masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σοφιστεία — η, ΝΑ [σοφιστεύω / ομαι] η τέχνη τού σοφιστή («κατὰ τὴν σοφιστείαν τοσοῡτον τοὺς ἄλλους ὑπερέβαλεν», Διόδ.) νεοελλ. σόφισμα αρχ. 1. σοφία 2. ως κύριο όν. Σοφιστεία τίτλος έργου τού Ερμαγόρου τού Αμφιπολίτου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”